- Τραχωνίτης
- ο, θηλ. Τραχωνῑτις -ίτιδος, Α1. ο κάτοικος τής Τραχωνίτιδος Χώρας2. φρ. «Τραχωνῑτις Χώρα» — χώρα τής Παλαιστίνης, ένας από τους έξι νομούς τής ανατολικής Ιορδανίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < τοπωνύμιο Τράχων (βλ. λ. τραχών) + επίθημα -ίτης /-ῖτις (πρβλ. Μεσοποταμ-ίτης)].
Dictionary of Greek. 2013.